- πάμφθηνος
- -η, -οπάρα πολύ φθηνός.επίρρ...πάμφθηναπάρα πολύ φθηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + φθηνός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεόφτηνος — η, ο ο πολύ φτηνός, ο πάμφθηνος … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
υπερεύωνος — ον, Α πάρα πολύ φτηνός, πάμφθηνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὔωνος «φτηνός, οικονομικός»] … Dictionary of Greek